τυφλώνω

τυφλώνω
[тифлоно] р. лишать зрения, (μεταφ.) ослеплять,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τυφλώνω" в других словарях:

  • τυφλώνω — τυφλώνω, τύφλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τυφλώνω — τυφλῶ, όω, ΝΜΑ [τυφλός] καθιστώ κάποιον τυφλό, στερώ από κάποιον την όραση (α. «τόν τύφλωσαν με πυρωμένο σίδερο» β. «τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῡσι τοῡ γάλακτος εἵνεκεν τοῡ πίνουσι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (για ισχυρό φως) σκοτίζω, αμβλύνω… …   Dictionary of Greek

  • τυφλώνω — τύφλωσα, τυφλώθηκα, τυφλωμένος 1. κάνω κάποιον στραβό, του στερώ την όραση, τον, στραβώνω: Τυφλώθηκε από μια έκρηξη. 2. θαμπώνω την όραση, τη λιγοστεύω πολύ: Μας τύφλωσε το αυτοκίνητο με τον προβολέα του. 3. μτφ., σκοτίζω την κρίση κάποιου, του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαώ — ἀλαῶ ( όω) (Α) τυφλώνω, στραβώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαός. ΠΑΡ. αρχ. ἀλαωτύς. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐξαλαῶ] …   Dictionary of Greek

  • αμέρδω — ἀμέρδω (Α) 1. αφαιρώ από κάποιον κάτι που τού ανήκει, στερώ, αποστερώ 2. αποστερώ κάποιον από τα φυσικά του δικαιώματα 3. (για τα μάτια) θαμπώνω, τυφλώνω 4. (το ενεργητικό όπως και το μέσο με παθητική σημασία) στερούμαι, χάνω 5. ό,τι και το… …   Dictionary of Greek

  • αποτυφλώνω — (AM ἀποτυφλῶ, όω, Μ κ. τυφλώνω) 1. καθιστώ κάποιον τελείως τυφλό, αποστραβώνω 2. μτφ. αποτρελαίνω κάποιον, τον κάνω να μη μπορεί να σκέπτεται λογικά 3. ( ομαι) αισθάνομαι ενόχληση, θάμπωμα στα μάτια μου, θαμπώνομαι αρχ. 1. κόβω τον οφθαλμό (μάτι) …   Dictionary of Greek

  • ασβολώνω — (AM ἀσβολῶ, όω) [άσβολος] μαυρίζω, σκεπάζω με καπνιά νεοελλ. 1. τυφλώνω 2. κάνω κάποιον να χάσει τη διαύγεια του πνεύματος (πρβλ. αποσβολώνω) 3. (μτχ.) ασβολωμένος α) άτυχος, δυστυχισμένος («επέρνα μέρες σκοτεινές, νύκτες ασβολωμένες») β)… …   Dictionary of Greek

  • εκκορακίζω — ἐκκορακίζω (Μ) 1. στέλνω στα κοράκια, στον διάολο 2. τυφλώνω …   Dictionary of Greek

  • εντυφλώ — ἐντυφλῶ, όω (Α) τυφλώνω, στραβώνω …   Dictionary of Greek

  • εξαλαώ — ἐξαλαῶ, όω (Α) [αλαώ] 1. τυφλώνω, βγάζω τα μάτια κάποιου («υἱὸν φίλου ἐξαλαώσας») 2. βλάπτω τόσο ώστε να κάνω κάτι άχρηστο …   Dictionary of Greek

  • εξομματώ — ἐξομματῶ, όω (Α) 1. κάνω κάποιον να δει, τού ανοίγω τα μάτια 2. διασαφώ 3. τυφλώνω, βγάζω τα μάτια 4. ξεματιάζω τα κουκιά, αφαιρώ τη σκληρή μαύρη ουλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομματώ (< όμμα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»